-
1 μοναχή
[монахи] ουσ. Θ. монахиняΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοναχή
-
2 монах
монах м ο μοναχός, ο καλόγερος· \монахиня ж η μοναχή, η καλόγρια* * *м; ж - монахиняο μοναχός, ο καλόγερος -
3 монахиня
ж; м - монахη μοναχή, η καλόγρια -
4 монахиня
мона́||хиняж ἡ καλογρηά, ἡ -μοναχή. -
5 монахиня
[μανάχινγια] ουσ. θ. καλόγρια, μοναχή -
6 монахиня
[μανάχινγια] ουσ θ καλόγρια, μοναχή -
7 инокиня
-и γεν. πλθ. -кинь θ. παλ. μοναχή, καλόγρια, μονάστρια. -
8 монахиня
-и θ.μοναχή, καλογριά, -όγρια. -
9 послушник
-а α.-ца, -ы θ.δόκιμος μοναχός, δόκιμη μοναχή• νεόφυτος, -η. -
10 сестра
-ы, πλθ. сестры, сестр, сестрам; θ.1. αδερφή•у меня есть три сестры, а у моего друга пять сестр εγώ έχω τρεις αδερφές, ο φίλος μου έχει πέντε (αδερφές).
2. νοσοκόμα.3. μοναχή, καλόγρια.εκφρ.сестра-хозяйка – επιμελητής, διαχειριστής (παιδικού σταθμού, εστιατόριου κ.τ.τ.)• ваша сестра (γιαγυ-ναίκές) εσείς και οι όμοιες σας•наша - – (για γυναίκες) εγώ και οι όμοιες μου. -
11 черница
См. также в других словарях:
μοναχῆ — in one way only indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχῇ — μοναχή fem dat sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχή — (I) μοναχῇ (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο χ (πρβλ. διχῇ, ἀλλαχῇ)]. (II) η (ΑΜ μοναχή) βλ. μοναχός … Dictionary of Greek
μοναχή — η η καλόγρια: Έγινε μοναχή σε μικρή ηλικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μοναχή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου … Dictionary of Greek
μοναχαῖς — μοναχή fem dat pl μοναχός unique fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχαί — μοναχή fem nom/voc pl μοναχός unique fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχῆς — μοναχή fem gen sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχήν — μοναχή fem acc sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχῶν — μοναχή fem gen pl μοναχός unique fem gen pl μοναχός unique masc/neut gen pl μοναχόω make single pres part act masc voc sg (doric aeolic) μοναχόω make single pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μοναχόω make single pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)